- έκαστος
- -η, -ο (AM ἕκαστος, -η, -ον)(επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο)1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοιόλοι και ένας ένας χωριστάβ) «καθ' εκάστην» (ενν. ημέρα)καθημερινάγ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότοςαρχ.1. με το εἷς για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς ἕκαστος»)2. φρ. α) (με την πρόθεση παρά) «πάρ' ἕκαστον» — σε κάθε περίπτωσηβ) (με το ως) «ὡς ἕκαστος» — ο κάθε ένας από μόνος του3. αντί για το εκάτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι έκαστος < *εκάς τις «χωριστά ο καθένας» (πρβλ. εις τις «καθένας»), με πιθανή αναλογική επίδραση τού υπερθετικού σε -(ι)στος. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. εκάστου < *εκάς τεο (ιων. τ. γενικής τής αντων. τις), δοτ. εκάστῳ < *εκάς τῳ. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, ο τ. έκαστος προήλθε από το εκάς* σε συνδυασμό με το επίθημα -τος τού υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].
Dictionary of Greek. 2013.